- λάμπα
- η(λ. ιταλ.), συσκευή η οποία παράγει τεχνητό φως, ο λαμπτήρας, η λυχνία: Η λάμπα ήταν αναμμένη όλο το βράδυ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λάμπα — λάμπᾱ , λάμπη torch fem nom/voc/acc dual λάμπᾱ , λάμπη torch fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… … Dictionary of Greek
λάμπᾳ — λάμπαι , λάμπη torch fem nom/voc pl λάμπᾱͅ , λάμπη torch fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπα(ν)τέρ — το φωτιστική συσκευή, εφοδιασμένη με μία ή περισσότερες λυχνίες σήμερα με ηλεκτρικούς λαμπτήρες συναρμολογημένες πάνω σε υποστήριγμα εδραζόμενο στο έδαφος, η οποία χρησιμοποιείται για εσωτερικό ή εξωτερικό φωτισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… … Dictionary of Greek
λάμπας — λάμπᾱς , λάμπη torch fem acc pl λάμπᾱς , λάμπη torch fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
άλαμπος — (I) η, ο [λάμπω] αυτός που δεν έχει λάμψη, ο αλαμπής. (II) η, ο [λάμπα] ο χωρίς λάμπα («άλαμποι όλοι στο χωριουδάκι») … Dictionary of Greek
πυροφάνι — Ψάρεμα με βάρκα, στην πλώρη της οποίας προσαρμόζεται λάμπα για να προσελκύει τα αλιεύματα. * * * το, Ν (αλιευτ.) 1. σιδερένια σχάρα που εξέχει από την πλώρη αλιευτικού σκάφους και πάνω στην οποία είναι τοποθετημένη λάμπα μεγάλης ισχύος, που… … Dictionary of Greek
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
φως — το γεν. φωτός, πληθ. φώτα, γεν. πληθ. φώτων 1. το αίτιο (ερέθισμα), που διεγείρει το αισθητήριο της όρασης, που κάνει ορατά τα αντικείμενα, το φέγγος, καθετί που φωτίζει, ό,τι φέγγει: Ηλεκτρικό φως. 2. φωτισμός: Μ αυτή τη λάμπα έχουμε ζωηρότερο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)